Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμονία
1 εγγραφή
αρμονία η [armonía] Ο25 : 1.η συμμετρική σχέση των μερών ενός συνόλου μεταξύ τους και προς το σύνολο: H ~ της φύσης / του σύμπαντος / του σώματος και της ψυχής. Ο Παρθενώνας αποτελεί υπόδειγμα αρμονίας και συμμετρίας στην κατασκευή. 2. (μουσ.) α. η συμφωνία στη διαδοχή δύο ή περισσότερων μουσικών φθόγγων, που προκαλεί ευχάριστο ακουστικό αίσθημα. ANT παραφωνία: Mουσική / ακουστική ~. β. κλάδος της μουσικής που ασχολείται με τις συγχορδίες: Kαθηγητής της αρμονίας. 3. (μτφ.) η καλή σχέση, η συμφωνία μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων· ομόνοια: Στη σημερινή κοινωνία λείπει η ~ στις ανθρώπινες σχέσεις.

[λόγ. < αρχ. ἁρμονία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες