Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμενίζω [armenízo] Ρ2.1α : 1.(για ιστιοφόρο κυρ. πλοίο και τους επιβάτες του) ταξιδεύω στη θάλασσα, πλέω: Tο πλοίο αρμένιζε στο πέλαγος. Aρμενίζαμε τρία μερόνυχτα συνέχεια. ΠAΡ Εδώ καράβια* χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν. Ή στραβός* είν΄ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε. 2. (μτφ.) ταξιδεύω με το μυαλό, αφαιρούμαι: Πού αρμενίζει ο νους σου; Εγώ του μιλούσα κι αυτός αρμένιζε αλλού.
[μσν. αρμενίζω < άρμεν(ο) -ίζω]