Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρματαγωγό το [armataγoγó] Ο38 : πολεμικό πλοίο, κατάλληλο για να μεταφέρει άρματα μάχης, κυρίως σε αποβατικές επιχειρήσεις: Στον πολεμικό μας στόλο προστέθηκαν δύο καινούρια αρματαγωγά.
[λόγ. αρματ- (άρμα)
23 + -αγωγόν, κατά το οπλιταγωγόν]