Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμένισμα
1 εγγραφή
αρμένισμα το [arménizma] Ο49 : (κυρ. για ιστιοφόρο) η ενέργεια του αρμενίζω, η πλεύση.

[αρμενισ- (αρμενίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες