Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμέγω
1 εγγραφή
αρμέγω [arméγo] -ομαι Ρ3 : 1.πιέζω με κατάλληλο τρόπο τους μαστούς θηλυκού ζώου και βγάζω το γάλα που περιέχουν: ~ την κατσίκα / την προβατίνα / την αγελάδα / τα γίδια / τα πρόβατα. ~ με το χέρι / με ειδική μηχανή. Tα στείρα και τα αρσενικά ζώα δεν αρμέγονται. ΠAΡ Άρμεγε (λαγούς) και κούρευε (χελώνες), για ανώφελες και άσκοπες ενέργειες. 2. (μτφ.) εκμεταλλεύομαι, απομυζώ κπ. οικονομικά με ανήθικο τρόπο: Tον βρήκαν κορόιδο και τον αρμέγουν κανονικά.

[μσν. αρμέγω < αλμέγω (τροπή [l > r] πριν από σύμφ., σύγκρ. αδελφός > αδερφός) < αρχ. ἀμέλγω με μετάθ. του [l] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες