Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αριστοτέχνημα το [aristotéxnima] Ο49 : έργο φτιαγμένο με πολύ μεγάλη τέχνη και επιτυχία· αριστούργημα: Ο πίνακας αυτός είναι ένα ~ της ζωγραφικής.
[λόγ. αριστο(τέχνης) -τέχνημα κατά το καλλιτέχνημα]