Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριθμώ
1 εγγραφή
αριθμώ [ariθmó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.ορίζω, καταγράφω, χαρακτηρίζω κτ. με έναν αριθμό: ~ τις σελίδες του τετραδίου. Aριθμημένα αντίτυπα βιβλίου. Οι θέσεις των θεατών είναι αριθμημένες. 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω: H οργάνωση / το κόμμα / ο σύλλογος αριθμεί χιλιάδες μέλη. 3. (παθ., στο γ' πρόσ.) υπολογίζω, λογαριάζω: Οι διαδηλωτές αριθμούνται σε πολλές εκατοντάδες.

[λόγ. < αρχ. ἀριθμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες