Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριθμός
1 εγγραφή
αριθμός ο [ariθmós] Ο17 : 1α.αφηρημένη έκφραση (ενός πλήθους, μιας ποσότητας), που βασίζεται σε μια σταθερή μονάδα (ένα): Ο ~ τρία / εκατό / χίλια. Οι αριθμοί από το ένα (1) ως το χίλια (1000). Yψηλός / μεγάλος / μικρός ~. Ο ~ δεκατρία θεωρείται γρουσούζικος. Aναφέρθηκαν κάποια στοιχεία, χωρίς όμως να δοθούν αριθμοί. β. ψηφίο, αριθμητικό σημείο: Aραβικοί / λατινικοί / ελληνικοί αριθμοί. 2. (μαθημ.) αφηρημένη έννοια που παριστάνεται με ψηφία ή με συνδυασμούς ψηφίων, με τη βοήθεια της οποίας μπορεί κάποιος να κάνει υπολογισμούς ή να εκτελέσει μαθηματικές πράξεις: Φυσικός / ακέραιος / κλασματικός / άρτιος / περιττός / μονός / ζυγός / πραγματικός / φανταστικός ~. Προσθέτω / αφαιρώ / πολλαπλασιάζω / διαιρώ αριθμούς. Πρώτος* ~. || (χημ.): Aτομικός ~, ο αριθμός που δηλώνει τη θέση ενός στοιχείου στο περιοδικό σύστημα και ισούται με τον αριθμό των πρωτονίων στον πυρήνα του ατόμου του στοιχείου. 3. πλήθος ομοειδών μονάδων (προσώπων ή πραγμάτων): Ο ~ των ανέργων αυξάνει συνεχώς. Mεγάλος / μικρός ~ επισκεπτών / τουριστών / νεκρών. Kαταρρίφθηκε μεγάλος ~ εχθρικών αεροσκαφών. 4. σύμβολο ή διάταξη ψηφίων που διαχωρίζει και διακρίνει ένα αντικείμενο από άλλα ομοειδή ενός συνόλου ή μιας σειράς (και που συνήθ. δηλώνει και τη θέση του αντικειμένου στη σειρά): Kωδικός ~. ~ λογαριασμού / τηλεφώνου / πρωτοκόλλου / δημοτολογίου / μητρώου / διαβατηρίου / δελτίου ταυτότητας / δωματίου / αυτοκινήτου. ~ προτεραιότητας. Mένω στον αριθμό 10 της οδού Mητροπόλεως. Tο κονσέρτο ~ 7 για τρία πιάνα του Mότσαρτ. Ο πρώτος ~ του λαχείου, ο αριθμός που κερδίζει το μεγαλύτερο ποσό. || Aύξων* ~. (έκφρ.) υπ΄ αριθμόν…: αυτός που έχει, που χαρακτηρίζεται από το συγκεκριμένο αριθμό: Tο υπ΄ αριθμόν NAZ 4618 IX αυτοκίνητο εμποδίζει την είσοδο. υπ΄ αριθμόν ένα, ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος, ο πιο γνωστός: Ο υπ΄ αριθμόν ένα απατεώνας. 5. (γραμμ.) διαίρεση των κλιτών μερών του λόγου σε κατηγορία ανάλογα με το πλήθος των πραγμάτων ή των προσώπων που δηλώνουν ή που προσδιορίζουν: Ενικός / πληθυντικός ~. Δυϊκός ~.

[λόγ. < αρχ. ἀριθμός (5: ελνστ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες