Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριβίστικος
1 εγγραφή
αριβίστικος -η -ο [arivístikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αριβισμό ή στον αριβίστα· τυχοδιωκτικός: Aριβίστικη τακτική / πολιτική. αριβίστικα ΕΠIΡΡ.

[αριβίστ(ας) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες