Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριβίστας
1 εγγραφή
αριβίστας ο [arivístas] Ο3 & αριβιστής ο [arivistís] Ο7 θηλ. αριβίστρια [arivístria] Ο27 : αυτός που με κάθε μέσο, κυρίως αθέμιτο, επιδιώκει να αναδειχτεί σύντομα ή να πλουτίσει· τυχοδιώκτης.

[ιταλ. arrivista -ς· λόγ. < γαλλ. arriviste (-iste = -ιστής)· λόγ. αριβισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες