Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αριβάρω [ariváro] Ρ αόρ. αριβάρισα, απαρέμφ. αριβάρει : (οικ.) καταφθάνω, καταπλέω: Aριβάρισε το βαπόρι. || φτάνω κάπου χωρίς να με περιμένουν, εμφανίζομαι απρόσκλητος: Nα τον που αριβάρει τρεχάτος!
[ιταλ. arrivar(e) -ω]