Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργόν
3 εγγραφές [1 - 3]
αργόν το [arγón] Ο38 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αδρανές χημικό στοιχείο, που ανήκει στα ευγενή αέρια και που βρίσκεται σε ελάχιστες ποσότητες στην ατμόσφαιρα.

[λόγ. < γαλλ. argon < αρχ. ἀργός `άεργος΄ (που παρερμηνεύτηκε: `αδρανής΄)]

αργοναύτης ο [arγonáftis] Ο10 (κυρ. πληθ.) : (μυθ.) ονομασία μυθικών ηρώων που με το πλοίο Aργώ και με αρχηγό τον Iάσονα εκστράτευσαν στην Kολχίδα, για να πάρουν το χρυσόμαλλο δέρας.

[λόγ. < αρχ. Ἀργοναύτης]

αργοναυτικός -ή -ό [arγonaftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους αργοναύτες: Aργοναυτική εκστρατεία.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. πληθ. Ἀργοναυτικά τά (τίτλος επικού ποιήματος του Aπολλώνιου του Ρόδιου)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες