Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργο- [arγo] & αργό- [arγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. αργός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. δηλώνει ότι γίνεται με αργό ρυθμό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~θάνατος, ~κίνητος· ~πορώ, ~πορία. 2. δηλώνει ότι γίνεται άσκοπα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: αργόμισθος, ~μισθία.
[1: μσν. αργο- < θ. του επιθ. αργ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αργο-κίνητος· 2: λόγ. < αρχ. ἀργο- < θ. του επιθ. ἀργό(ς) `που δεν εκμεταλλεύεται το χρόνο του΄ ως α' συνθ.: ἀργο-ποιός `που προκαλεί τεμπελιά΄]