Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργοκινώ
1 εγγραφή
αργοκινώ [arγokinó] -ούμαι Ρ10.9 : (λογοτ.) κινώ κτ. αργά: Aργοκίνησε το χέρι του.

[αργο- + κινώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες