Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργκό η [argó] Ο (άκλ.) : προφορικό γλωσσικό ιδίωμα, που χρησιμοποιείται ως συνθηματική γλώσσα από ορισμένες κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες (περιθώριο, υπόκοσμος, νέοι κ.ά.) και που διαμορφώνεται κυρίως από γλωσσικά δάνεια και από παραμόρφωση της καθομιλουμένης: Επαγγελματική / επαρχιώτικη ~. H ~ της νεολαίας. Kαταλαβαίνω την ~ αλλά δεν μπορώ να τη μιλήσω.
[λόγ. < γαλλ. (αρσ.) argot (θηλ. κατά το γλώσσα)]