Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργεντινός -ή -ό [arjendinós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aργεντινή ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Aργεντινή κυβέρνηση. Aργεντινά ταγκό. Πραξικόπημα εκδηλώθηκε στην αργεντινή πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Aργεντινός, θηλ. Aργεντινή, ο κάτοικος της Aργεντινής. || (ως επίθ.): Aργεντινός ποδοσφαιριστής.
[λόγ. Aργεντιν(ή) -ός < γαλλ. Argent(ine) -ινή (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. Argentina]