Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργίτικος -η -ο [arjítikos] Ε5 : που προέρχεται από το Άργος ή ανήκει, αναφέρεται στους Aργίτες: Aργίτικα πεπόνια. Aργίτικη φορεσιά.
[μσν. Aργίτ(ης < αρχ. Ἄργ(ος) -ίτης) -ικος]