Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργάζω [arγázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) 1. κατεργάζομαι δέρματα, συνήθ. στις ΦΡ του άργασαν το τομάρι / το κορμί / το πετσί, τον έδειραν πάρα πολύ. 2. σκληραίνω, ροζιάζω: Tα χέρια του ήταν αργασμένα από τη δουλειά.
[αρχ. ὀργάζω με τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-or > nar > n-ar] ]