Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρβανιτοχώρι
1 εγγραφή
αρβανιτοχώρι το [arvanitoxóri] Ο44 : χωριό που κατοικείται από Aρβανίτες.

[Aρβανίτ(ης) -ο- + χωρ(ιό) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες