Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραχίδα
1 εγγραφή
αραχίδα η [araxíδa] Ο26 : φυτό που καλλιεργείται σε θερμά κλίματα και που καρπός του είναι τα αράπικα φιστίκια.

[λόγ. αντδ. αραχ(ίς) -ίδα < γαλλ. arachide (στη νέα σημ.) < λατ. arachida < ελνστ. ἀράχιδνα `λαθού ρι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες