Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρακάς ο [arakás] Ο1 : γενική ονομασία σειράς ψυχανθών φυτών και ο αντίστοιχος καρπός, τα σπέρματα του οποίου τρώγονται ως όσπριο· (πρβ. μπιζέλι).
[μσν. αρακάς η μεταπλ. κατά τα αρσ. σε -άς, ανατολ. προέλ., σύγκρ. αρχ. ἄρακος]



