Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απών
1 εγγραφή
απών -ούσα -όν [apón] Ε12α : (λόγ.) ANT παρών. α. που απουσιάζει, που λείπει από εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται: Ο μαθητής / ο υπάλληλος ήταν δικαιολογημένα / αδικαιολόγητα ~ από το σχολείο / από την υπηρεσία. (έκφρ.) αδικαιολογήτως* ~. || (ως ουσ.): Σήμερα είχαμε πολλούς απόντες (στην τάξη). ~! Aπούσα!, απάντηση σε ονομαστική, προφορική πρόσκληση. || Σωματικά παρών, πνευματικά όμως ~, για κπ. που είναι αφηρημένος, που δεν παρακολουθεί ό,τι λέγεται ή γίνεται. β. για κπ. που δε συμμετέχει σε κάποια συλλογική δραστηριότητα, που δε δείχνει συνέπεια και αφοσίωση στην εκτέλεση κάποιου καθήκοντος: Ήταν ~ σε όλες τις κρίσιμες ώρες του έθνους. H γενιά μας δεν ήταν απούσα από το έργο της ανασυγκρότησης. Οι αρμόδιες υπηρεσίες ήταν απούσες από τον τόπο της καταστροφής. || (έκφρ.) ο μεγάλος ~: α. για να δηλώσουμε την απουσία ενός σημαντικού προσώπου: Οι ηρωικοί μαχητές είναι οι μεγάλοι απόντες της σημερινής επετείου, για τους νεκρούς. β. επιτιμητικά, για να δηλώσουμε την αδικαιολόγητη απουσία από έναν κοινό αγώνα: H χώρα τους ήταν ο μεγάλος ~ / η μεγάλη απούσα του β' παγκόσμιου πολέμου.

[λόγ. < αρχ. ἀπών `που βρίσκεται μακριά, όχι εδώ΄ & σημδ. γαλλ. absent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες