Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόφοιτος
1 εγγραφή
απόφοιτος -η -ο [apófitos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) αυτός που έχει τελειώσει τη φοίτησή του σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Είναι ~ δημοτικού / γυμνασίου / τεχνικής σχολής / πανεπιστημίου. Στην αποχαιρετιστήρια γιορτή των αποφοίτων έλαβαν μέρος και οι τελειόφοιτοι. || (ειρ.): Είναι ~ φυλακών / αναμορφωτηρίου κτλ.

[λόγ. < μσν. απόφοιτος `που έχει φύγει΄ < αποφοιτ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.) κατά την αλλ. της σημ. του αποφοιτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες