Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόρριμμα το [apórima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : ό,τι πετάει κανείς ως άχρηστο· σκουπίδι: Όχημα / σύστημα αποκομιδής απορριμμάτων. Δοχείο απορριμμάτων. Επεξεργασία / ανακύκλωση των απορριμμάτων.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόρριμμα]
- απορριμματοφόρος -α -ο [aporimatofóros] Ε4 : που μεταφέρει σκουπίδια: Ο δήμος αγόρασε καινούρια απορριμματοφόρα οχήματα. || (ως ουσ.) το απορριμματοφόρο, όχημα μεταφοράς σκουπιδιών: Ο δρόμος έκλεισε / το μποτιλιάρισμα προκλήθηκε από ένα χαλασμένο απορριμματοφόρο.
[λόγ. απορριμματ- (απόρριμμα) -ο- + -φόρος]