Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόρθητος
1 εγγραφή
απόρθητος -η -ο [apórθitos] Ε5 : 1.που δεν τον κυρίευσαν, που δεν μπορούν να τον κυριεύσουν· άπαρτος: Aπόρθητο κάστρο / φρούριο / οχυρό / ύψωμα / τείχος. 2. (μτφ., για πρόσ.) που δεν υποκύπτει εύκολα: Aυτή η γυναίκα είναι απόρθητη, δεν υποκύπτει σε ερωτικές επιθέσεις.

[λόγ. < αρχ. ἀπόρθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες