Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόπιμα
1 εγγραφή
απόπιομα το [apópxoma] & απόπιμα το [apópima] Ο49 : (λαϊκότρ.) το υπόλειμμα νερού ή άλλου ποτού που μένει στο σκεύος (ποτήρι, φλιτζάνι κτλ.) από το οποίο ήπιε κάποιος άλλος.

[αποπιο- (θ. του ρ. αποπίνω) -μα· αποπί(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες