Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκρυψη
1 εγγραφή
απόκρυψη η [apókripsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκρύπτω· κρύψιμο: ~ στοιχείων / της αλήθειας. Aπαγορεύεται η ~ τροφίμων σε περίοδο πολέμου. || ~ εγκληματία / κρατουμένου. || (στρατ.) τεχνική που εφαρμόζεται για να καταστήσει κπ. ή κτ. αθέατο από τον εχθρό: Kάλυψη ~.

[λόγ. < αρχ. ἀπόκρυψις `εξαφάνιση΄ (-σις > -ση) κατά τη σημ. του αποκρύπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες