Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκρουση
1 εγγραφή
απόκρουση η [apókrusi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκρούω. 1. η επιτυχής αντιμετώπιση, το σταμάτημα μιας επίθεσης. α. (ιδ. για ένοπλη σύγκρουση) το σταμάτημα, η απώθηση του επιτιθέμενου: H ~ του εχθρού / της εχθρικής εφόδου. β. (αθλ.) η ανακοπή μιας επιθετικής ενέργειας: H ~ των επιθέσεων της αντίπαλης ομάδας. || H ~ της μπάλας από τον τερματοφύλακα ήταν εκπληκτική. 2. (μτφ.) α. η αντίκρουση, η ανασκευή, η αναίρεση λόγων, επιχειρημάτων κτλ.: ~ των κατηγοριών / των συκοφαντιών. β. η άρνηση, η μη αποδοχή πρότασης, προσφοράς: ~ προτάσεων / προσφορών.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόκρου(σις) `χάση του φεγγαριού΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποκρούω & σημδ. αγγλ. repulse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες