Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόγονος ο [apóγonos] Ο19 : αυτός που κατάγεται άμεσα από κπ. άλλο, που βρίσκεται ύστερα από κπ. άλλο σε μια γενεαλογική σειρά: Mακρινός ~. Kατευθείαν / πλάγιος* ~. Είναι ~ ένδοξων προγόνων. Πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους. || καλούς απογόνους!, ευχή σε νεόνυμφους.
[λόγ. < αρχ. ἀπόγονος]