Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόγειος
1 εγγραφή
απόγειος -α -ο [apójios] Ε6 : (λόγ.) για τον αέρα που φυσά από την ξηρά. ANT θαλάσσιος: Aπόγειοι άνεμοι. Aπόγεια αύρα.

[λόγ. < αρχ. ἀπόγειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες