Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόγειο
2 εγγραφές [1 - 2]
απόγειο το [apójio] Ο41 : 1.(αστρον.) το σημείο της τροχιάς ουράνιου σώματος ή τεχνητού δορυφόρου το οποίο βρίσκεται στη μέγιστη απόσταση από τη Γη. ANT περίγειο: ~ της Σελήνης. 2. (μτφ.) το ύψιστο σημείο, το αποκορύφωμα, το ζενίθ: Bρίσκεται στο ~ της δόξας του / της δύναμής του.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀπόγειον· 2: σημδ. γαλλ. apogée < ελνστ. ἀπόγειος]

απόγειος -α -ο [apójios] Ε6 : (λόγ.) για τον αέρα που φυσά από την ξηρά. ANT θαλάσσιος: Aπόγειοι άνεμοι. Aπόγεια αύρα.

[λόγ. < αρχ. ἀπόγειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες