Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απωθώ
1 εγγραφή
απωθώ [apoθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.αναγκάζω τον επιτιθέμενο να υποχωρήσει, τον αποκρούω: Ο στρατός απώθησε τα εχθρικά τμήματα πέρα από τα σύνορα. β. απομακρύνω κπ. βίαια, σπρώχνοντάς τον: Οι αστυνομικοί απώθησαν το πλήθος των διαδηλωτών. γ. (φυσ.): Όμοια ηλεκτρικά φορτία απωθούνται. ANT έλκονται. 2. (μτφ.) α. για κπ. ή για κτ. που προκαλεί απέχθεια, αποστροφή, που δημιουργεί την έντονη τάση για απομάκρυνση, για αποφυγή. ANT ελκύω: Aυτός ο άνθρωπος / η φυσιογνωμία του / ο χαρακτήρας του με απωθεί. Tο σχολικό περιβάλλον πρέπει να είναι χαρούμενο και φιλικό και να μην απωθεί τους μαθητές. Mε απωθεί η σκέψη ότι πρέπει να συνεργαστώ μαζί του. β. (ψυχαν.) απομακρύνω από τη συνείδηση βιώματα, συναισθήματα ή τάσεις που δε θέλω ή που δεν μπορώ να τα ικανοποιήσω ή να τα αποδεχτώ: Aπωθημένες ενοχές μπορεί να δημιουργήσουν νευρώσεις. || (μππ., ως ουσ.) τα απωθημένα, απωθημένα βιώματα, επιθυμίες ή τάσεις: Mεγάλωσε σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον που του δημιούργησε πάρα πολλά απωθημένα. (έκφρ.) βγάζω τα απωθημένα μου, δίνω διέξοδο σε επιθυμίες και τάσεις που έμεναν πολλά χρόνια ανικανοποίητες, συνήθ. με έναν τρόπο που ξενίζει ή δυσαρεστεί.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀπωθῶ· 1β: σημδ. γαλλ. repousser· 1γ, 2: σημδ. γερμ. abstossen ή αγγλ. repel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες