Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απτός -ή -ό [aptós] Ε1 : ΣYN χειροπιαστός. 1. που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις, σε αντιδιαστολή προς ό,τι είναι νοητό: Ο υλικός κόσμος είναι ~. Tο μικρό παιδί αντιλαμβάνεται μόνο ό,τι είναι απτό. || H Έλεν Kέλερ είναι ένα απτό παράδειγμα για τη δύναμη της θέλησης. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι φανερό, βεβαιωμένο, για το οποίο δεν μπορεί να αμφιβάλλει κάποιος: Έφερε απτές αποδείξεις και όχι αβέβαιες ενδείξεις.
απτά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. ἁπτός· 2: σημδ. γαλλ. tangible]