Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχρών -ώσα -ών [apoxrón] Ε : (λόγ.) στις εκφράσεις ~ λόγος / αποχρώσα αιτία: α. (φιλοσ.) ο λόγος, η αιτία για καθετί που υπάρχει ή που γίνεται. β. σοβαρός λόγος: Δημιουργήθηκε πανικός χωρίς αποχρώντα λόγο / άνευ αποχρώντος λόγου. αποχρώσες ενδείξεις, (νομ.) που είναι επαρκείς για να δικαιολογήσουν κτ.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἀποχρῶ `αρκώ΄ μτφρδ. μσνλατ. causa efficiens]