Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχαυνώνω
1 εγγραφή
αποχαυνώνω [apoxavnóno] -ομαι Ρ1 : φέρνω κπ. σε κατάσταση νωθρότητας και πλήρους αδράνειας, παραλύω τις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις του: Tον αποχαύνωσαν τελείως τα ναρκωτικά. Aποχαυνωθήκαμε από την πολλή ζέστη. Kοίταζε σαν αποχαυνωμένος. || αποβλακώνω: Aποχαυνώνεται ο άνθρωπος, όταν δεν ασκεί το πνεύμα του.

[λόγ. αποχαυν(ώ) -ώνω ενεργ. < μσν. αποχαυνούμαι < απο- χαύν(ος) -ούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες