Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχαιρετίζω
1 εγγραφή
αποχαιρετίζω [apoxere tízo] -ομαι Ρ2.1 : ΣYN αποχαιρετώ. 1. χαιρετώ κπ. που αποχωρίζομαι. || (πληθ.) για αλληλοπάθεια: Οι μαθητές την ημέρα της αποφοίτησής τους αποχαιρετίστηκαν, αποχαιρέτησαν το σχολείο τους και χώρισαν. Aποχαιρετίστηκε με τον αδερφό του που έφευγε για το εξωτερικό. 2. (μτφ.) εγκαταλείπω οριστικά κτ., αποχωρίζομαι κτ. που αγαπούσα: Aποχαιρέτισε τα εγκόσμια και κλείστηκε σε μοναστήρι.

[ελνστ. ἀποχαιρετίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες