Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφάι
2 εγγραφές [1 - 2]
αποφάι το [apofái] Ο45 & αποφάγι το [apofáji] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τα υπολείμματα από το φαγητό που έφαγε κάποιος: Mάζεψε τα αποφάγια από τα πιάτα και τα έδωσε στο σκύλο. || Οι υπηρέτες έτρωγαν τα αποφάγια των κυρίων τους, ό,τι περίσσευε από το φαγητό.

[απο- φα(ΐ), φαγ(ί) -ι (πρβ. μσν. αποφαγίον, διαφ. το αρχ. ρ. (απαρέμφ.) ἀποφαγεῖν `τρώω τα πάντα΄)]

αποφαίνομαι [apofénome] Ρ αόρ. αποφάνθηκα, απαρέμφ. αποφανθεί : (επίσ.) α. εκφέρω γνώμη (όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπο του οποίου η γνώμη είναι έγκυρη ή παρουσιάζεται ως έγκυρη): Δεν μπορώ να αποφανθώ για το ήθος του, γιατί δεν τον γνωρίζω αρκετά. Οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι ο άρρωστος πρέπει να χειρουργηθεί. Aποφαίνεται σαν ειδικός για ζητήματα που αγνοεί τελείως. β. εκδίδω κάποια επίσημη απόφαση: H νομική υπηρεσία αποφάνθηκε ότι η συγκρότηση της επιτροπής δεν έγινε νόμιμα. Tο δικαστήριο θα αποφανθεί για την ενοχή του κατηγορουμένου.

[λόγ.: α: αρχ. ἀποφαίνομαι γνώμην `εκφέρω γνώμη΄, αρχ. ἀποφαίνω `γνωστοποιώ΄· β: & σημδ. γαλλ. se déclarer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες