Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτριχώνω
1 εγγραφή
αποτριχώνω [apotrixóno] -ομαι Ρ1 : κάνω αποτρίχωση: Aποτριχωμένες μασχάλες.

[λόγ. αποτρίχ(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες