Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτοξινώνω [apotoksinóno] -ομαι Ρ1 : 1.απομακρύνω από έναν οργανισμό τις συσσωρευμένες τοξίνες, κάνω αποτοξίνωση: Yποβάλλεται σε θεραπεία για να αποτοξινωθεί από τα ναρκωτικά. Mε μια σωστή δίαιτα αποτοξινώνεται ο οργανισμός από τις διαιτητικές καταχρήσεις. 2. (μτφ., οικ.) απομακρύνομαι από ένα περιβάλλον ή εγκαταλείπω συνήθειες που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογική μου διάθεση: Nα φύγουμε λίγο από την πόλη, για να αποτοξινωθούμε από όσα συμβαίνουν γύρω μας.
[λόγ. αποτοξίν(ωση) -ώνω (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. αγγλ. detoxify]