Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτελματώνω
1 εγγραφή
αποτελματώνω [apotelmatóno] -ομαι Ρ1 : 1.αφήνω κτ. στάσιμο, δε συντελώ στην εξέλιξη ή στην επίλυσή του, το αφήνω σε τέλμα: Aν δε γίνουν καινούριες επενδύσεις, η οικονομία μας θα αποτελματωθεί εντελώς. Οι διαπραγματεύσεις έχουν αποτελματωθεί. 2. για κτ. που γίνεται εμπόδιο στην εξέλιξη κάποιου ανθρώπου και στην ανάπτυξη της δημιουργικότητάς του: Ο επιστήμονας, όταν σταματήσει την έρευνα, αποτελματώνεται. H καθημερινή ρουτίνα της δουλειάς με έχει αποτελματώσει. Mια αποτελματωμένη κοινωνία, χωρίς οράματα και προοπτικές.

[λόγ. αποτελμάτ(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες