Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτείνω
1 εγγραφή
αποτείνω [apotíno] -ομαι Ρ αόρ. απέτεινα και (σπάν.) απότεινα, απαρέμφ. αποτείνει, παθ. αόρ. αποτάθηκα, απαρέμφ. αποταθεί : (λόγ.) 1. απευθύνω, κυρίως στο ~ το λόγο σε κπ., απευθύνομαι σε αυτόν για να συνομιλήσω μαζί του: Mη μιλάς, αν δε σου αποτείνουν το λόγο. 2. (παθ.) απευθύνομαι σε κπ.: α. για να ρωτήσω κτ.: Nα αποταθείς στη γραμματεία για να σου δώσει πληροφορίες. β. για να παρακαλέσω, για να ζητήσω κτ.: Δεν έχω πού να αποταθώ για να βρω δουλειά. Aποτάθηκα σε φίλους και σε γνωστούς, όμως κανένας δε με βοήθησε.

[λόγ. < αρχ. ἀποτείνω `επεκτείνω (το λόγο)΄ κατά τη σημ. του ελνστ. ἀποτείνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες