Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποταμίευση η [apotamíefsi] Ο33 : α.η ενέργεια του αποταμιεύω, η εξοικονόμηση χρημάτων: Mε την ~ των ιδιωτών ενισχύεται και η δημόσια οικονομία. Πρέπει να διαδοθεί η ιδέα της αποταμίευσης. β. το ποσό των χρημάτων που αποταμιεύεται: Έχει αρκετές αποταμιεύσεις στην τράπεζα. Aγόρασε ένα σπίτι με τις αποταμιεύσεις του.
[λόγ. αποταμιεύ(ω) -σις > -ση (διαφ. το μσν. αποταμίευσις `αποθήκη΄ ίδ. ετυμ.)]