Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτίνω
1 εγγραφή
αποτίνω [apotíno] & αποτίω [apotío] Ρ αόρ. απέτισα και (σπάν.) απότισα, απαρέμφ. αποτίσει : (λόγ.) κυρίως στο ~ φόρο τιμής / ευγνωμοσύνης σε κπ., του αποδίδω την τιμή / την ευγνωμοσύνη που του οφείλω: Kατέθεσαν δάφνινο στεφάνι, για να αποτίσουν φόρο τιμής στους ήρωες των εθνικών αγώνων.

[λόγ. συμφυρ. των αρχ. ρ. ἀποτίνω `ξεπληρώνω΄, τίνω `πληρώνω τίμημα΄, τίω `τιμώ, υπολογίζω την αξία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες