Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστρατιωτικοποιώ [apostratiotikopió] -ούμαι Ρ10.9 : απαγορεύω τη διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων και εγκαταστάσεων σε κάποια περιοχή. ANT στρατιωτικοποιώ: Aποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, που απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί με οποιοδήποτε τρόπο για στρατιωτικούς σκοπούς.
[λόγ. απο- στρατιωτικοποιώ μτφρδ. γαλλ. démilitariser]