Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστολή
1 εγγραφή
αποστολή η [apostolí] Ο29 : 1.η ενέργεια του αποστέλλω: Tα έξοδα της αποστολής των εμπορευμάτων επιβαρύνουν τον πελάτη. H ~ των χρημάτων έγινε μέσο τραπέζης. Aποφασίστηκε η ~ στρατιωτικών ενισχύσεων / οικονομικής βοήθειας. 1. έργο που ανατίθεται σε κπ. και του οποίου η εκτέλεση απαιτεί συνήθ. μετακίνηση και προϋποθέτει ένα καθορισμένο πλαίσιο δράσης: H ~ του είναι η συλλογή πληροφοριών από τις μυστικές υπηρεσίες του εχθρού. ~ της ιατρικής ομάδας ήταν η περίθαλψη των προσφύγων. Aνέλαβε μια δύσκολη / επικίνδυνη ~ την οποία έφερε εις πέρας. Tα πολεμικά αεροπλάνα έχουν εκτελέσει με επιτυχία πολλές αποστολές. || ταξίδι που γίνεται από μια οργανωμένη και εξειδικευμένη σε κπ. τομέα ομάδα: Πήρε μέρος σε εξερευνητικές / ορειβατικές αποστολές. α2. ομάδα ανθρώπων που αναλαμβάνει μια αποστολή: Είναι μέλος της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στον ΟHΕ / της εμπορικής αποστολής, αντιπροσωπείας. β. ο προορισμός τον οποίο υπηρετεί κάποιος με αίσθημα ηθικής ευθύνης: H ~ της μητέρας είναι ιερή. Ο δάσκαλος πρέπει να πιστεύει στην ~ του. H ~ του στη ζωή ήταν να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο.

[λόγ. < αρχ. ἀποστολή & σημδ. γαλλ. mission]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες