Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσμητικός -ή -ό [apozmitikós] Ε1 : που εξουδετερώνει τις δυσάρεστες μυρωδιές: Aποσμητικό σαπούνι. || (ως ουσ.) το αποσμητικό, παρασκεύασμα από διάφορες χημικές ουσίες που αρωματίζει το σώμα ή το χώρο όπου τοποθετείται και εξαφανίζει τη δυσοσμία: Bάζω / χρησιμοποιώ αποσμητικό. Aποσμητικό χώρου.
[λόγ. απ(ο)- οσμ(ή) -ητικός (σφαλερή δημιουργία) μτφρδ. γαλλ. déodorant (διαφ. το ελνστ. ἀποσμῶ `καθαρί ζω΄)]