Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσείω [aposío] -ομαι Ρ αόρ. απέσεισα και (σπάν.) απόσεισα, απαρέμφ. αποσείσει, παθ. αόρ. αποσείστηκα, απαρέμφ. αποσειστεί : απαλλάσσω τον εαυτό μου από κάποια δυσάρεστη κατάσταση που με βαραίνει ή που με καταπιέζει: Δεν μπόρεσε να αποσείσει τις κατηγορίες, να αποδείξει ότι δεν είναι αληθινές. Aναλαμβάνω τις ευθύνες μου και δεν τις ~. || αποτινάζω: Aπέσεισαν το ζυγό της δουλείας.
[λόγ. < αρχ. ἀποσείω `τινάζω από πάνω μου΄ σημδ. αγγλ. shake off]