Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορώ
1 εγγραφή
απορώ [aporó] Ρ10.9α μππ. απορημένος : δεν μπορώ να δώσω μια λογική εξήγηση για κτ. που συμβαίνει, παραξενεύομαι, έχω απορία για κτ.: ~ πώς μπόρεσε να αντιμετωπίσει μια τόσο δύσκολη κατάσταση. Aπόρησα με τα νέα που άκουσα. ~ με την αφέλεια που είχες να τον πιστέψεις. (Δεν) είναι να απορεί κανείς με όσα συμβαίνουν. (έκφρ.) ~ και εξίσταμαι, για να εκφράσουμε πολύ μεγάλη απορία. || (μππ.) εκφράζοντας απορία: Mε κοίταξε απορημένος.

[λόγ. < αρχ. ἀπορῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες