Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποπλέω [apopléo] Ρ αόρ. απέπλευσα, απαρέμφ. αποπλεύσει : (για πλοίο) αναχωρώ, απομακρύνομαι από το λιμάνι, από την ακτή· σαλπάρω. ANT καταπλέω: Tο πλοίο θα αποπλεύσει αύριο το πρωί.
[λόγ. < αρχ. ἀποπλέω]