Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπλέω
1 εγγραφή
αποπλέω [apopléo] Ρ αόρ. απέπλευσα, απαρέμφ. αποπλεύσει : (για πλοίο) αναχωρώ, απομακρύνομαι από το λιμάνι, από την ακτή· σαλπάρω. ANT καταπλέω: Tο πλοίο θα αποπλεύσει αύριο το πρωί.

[λόγ. < αρχ. ἀποπλέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες