Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποξενώνω [apoksenóno] -ομαι Ρ1 : 1.καθιστώ κπ. ξένο, τον απομακρύ νω από κπ. ή από κτ. οικείο: Οι πολλές του ασχολίες τον αποξένωσαν από τα παιδιά του. Σιγά σιγά αποξενώθηκε από την παρέα. 2. κάνω κπ. να χάσει την επαφή του, την τριβή του με κτ., να ξεμάθει: H απασχόλησή του με το εμπόριο τον αποξένωσε από την επιστημονική έρευνα. 3. αποστερώ κπ. από κτ.: Στον καπιταλισμό ο εργάτης αποξενώνεται από το προϊόν της εργασίας του.
[λόγ. < ελνστ. ἀποξεν(ῶ) `διώχνω κπ. από την πατρίδα του΄ -ώνω (αρχ. ἀποξενοῦμαι `ζω μακριά από την πατρίδα, στερώ΄) σημδ. γαλλ. aliéner, s΄aliéner]